- βαρυσμάραγος
- βᾰρῠ-σμάρᾰγος [σμᾰ], ον,A = βαρύκτυπος, Nonn.D.1.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυσμάραγος — βαρυσμάραγος, ον (Α) ο βαρύκτυπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σμάραγος < σμαραγώ ( έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»] … Dictionary of Greek
βαρυσμαράγοιο — βαρυσμάραγος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυσμαράγου — βαρυσμάραγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυσμαράγων — βαρυσμάραγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασμάραγος — ἀσμάραγος, ον (Α) ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.] … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
βαρυσφάραγος — βαρυσφάραγος, ον (Α) ο βαρυσμάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σφάραγος < σφαραγούμαι ( έομαι) «τρίζω, τσυτσυρίζω»] … Dictionary of Greek